Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τοῠτο ὃ ἔστι

См. также в других словарях:

  • Nature (philosophy) — Nature is a concept with two major sets of inter related meanings, referring on the one hand to the things which are natural, or subject to the normal working of laws of nature , or on the other hand to the essential properties and causes of… …   Wikipedia

  • Uncial 068 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 068 Text John 13:16 27; 16:7 19 Date 5th century Script Greek …   Wikipedia

  • Onciale 068 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Onciale 068 texte Évangile selon Jean † langue Grec ancien date Ve  …   Wikipédia en Français

  • Кодекс 068 — (Gregory Aland) унциальный манускрипт V века на греческом языке, содержащий фрагменты текста Евангелия от Иоанна 13,16 27; 16,7 19 на 2 пергаментных листах (26 x 24 см). Текст на листе расположен в две колонки, 18 строк в колонке. Палимпсест.… …   Википедия

  • έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • υκσώς — οἱ, Α (κατά τον Μαν.) «τὸ σύμπαν Αἰγυπτίων ἔθνος ὑκσώς, τοῡτο δὲ ἐστι βασιλεῑς ποιμένες τὸ γὰρ υκ καθ ἱερὰν γλῶσσαν βασιλέα σημαίνει, τὸ δὲ σως ποιμήν ἐστι, καὶ ποιμένες κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον, καὶ οὕτω συντιθέμενον γίνεται ὑκσώς. Τινὲς δὲ… …   Dictionary of Greek

  • ιππάκη — ἱππάκη, ἡ (Α) [ίππος] 1. τυρί από γάλα φοράδας, που έτρωγαν οι Σκύθες («ἱππάκην τρώγουσι τοῡτο δ ἐστὶ τυρὸς ἵππων», Ιπποκρ.) 2. είδος φυτού …   Dictionary of Greek

  • κατανόημα — κατανόημα, τὸ (Α) [κατανοώ] επινόημα, εφεύρεση («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κορύπτω — (ΑM) [κορυφή] ορμώ σε κάποιον με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κερατίζω, κουτουλώ («εἰώθασιν οἱ κριοὶ ἐν τῷ μάχεσθαι τοῑς κέρασιν ἀλλήλους πλήττειν τοῡτο δ ἐστὶ κυρίως τὸ κορύπτειν», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • μακρόκεντρος — η, ο (Α μακρόκεντρος, ον) νεοελλ. (το αρχ. ως ουσ.) ο μακρόκεντρος ζωολ. γένος εντόμων τής οικογένειας braconidae αρχ. 1. (για τον σκορπιό) αυτός που έχει μακρύ κεντρί («καὶ μόνον δή τῶν ἐντόμων τοῡτο μακρόκεντρόν ἐστι», Αριστ.) 2. (για καρπούς,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»